μεταληπτικος

μεταληπτικος
    μεταληπτικός
    μετα-ληπτικός
    3
    (со)причастный
    

τῆς ὕλης μ. Plut. — материальный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταληπτικος" в других словарях:

  • μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… …   Dictionary of Greek

  • μεταληπτικός — capable of partaking of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικά — μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc pl μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc/acc dual μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικώτερον — μεταληπτικός capable of partaking of adverbial comp μεταληπτικός capable of partaking of masc acc comp sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικῶν — μεταληπτικός capable of partaking of fem gen pl μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικόν — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικαί — μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοῖς — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοί — μεταληπτικός capable of partaking of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικοῦ — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταληπτικούς — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»